λαγοθήρας

λαγοθήρας
λαγοθήρᾱς , λαγοθήρας
hare-hunter
masc acc pl
λαγοθήρᾱς , λαγοθήρας
hare-hunter
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαγοθήρας — λαγοθήρας, ὁ (Α) αυτός που κυνηγά τους λαγούς, λαγοκυνηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + θήρας (< θήρα), πρβλ. λογο θήρας, χρυσο θήρας] …   Dictionary of Greek

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • λαγοθηρώ — λαγοθηρῶ, έω (Α) [λαγοθήρας] κυνηγώ λαγούς …   Dictionary of Greek

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

  • ԵՂԻՏԱՄՆ — ( ) NBH 2 1050 Chronological Sequence: Unknown date Բառ անյայտ. որպէս Որսող նապաստակի. λαγοθήρας արծիւ, եւայլն. Գաղիան …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”